échelade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
échelade | échelades |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
échelade (fr) θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) έφοδος σε κάστρο που γίνεται με σκάλες
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη échelle