έφοδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έφοδος | οι | έφοδοι |
γενική | της | εφόδου | των | εφόδων |
αιτιατική | την | έφοδο | τις | εφόδους |
κλητική | έφοδε (έφοδο) |
έφοδοι | ||
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έφοδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔφοδος < (ἐπί) ἔφ- + ὁδός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έφοδος θηλυκό
- η γρήγορη επίθεση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ήπειρος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα έφ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)