épinette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
épinette | épinettes |
épinette (fr) θηλυκό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
épinette | épinettes |
épinette (fr) θηλυκό
- (Καναδάς) (φυτό) η ερυθρελάτη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
épinette | épinettes |
épinette (fr) θηλυκό