Αβορίγινες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ἀβοριγῖνες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Αβορίγινες
      γενική των Αβορίγινων
    αιτιατική τους Αβορίγινες
     κλητική Αβορίγινες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Αβορίγινες < γαλλική Aborigènes[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.voˈɾi.ʝi.nes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐βο‐ρί‐γι‐νες

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Αβορίγινες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ΑβορίγινεςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)