Αβορίγινες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Αβορίγινες | ||
γενική | των | Αβορίγινων | ||
αιτιατική | τους | Αβορίγινες | ||
κλητική | Αβορίγινες | |||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Αβορίγινες < γαλλική Aborigènes[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.voˈɾi.ʝi.nes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐βο‐ρί‐γι‐νες
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αβορίγινες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- (εθνωνύμιο) αυτόχθονες της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας και της Τασμανίας
- ※ Οι Αβορίγινες, οι αυτόχθονες κάτοικοι της Αυστραλίας έχουν μια πολιτισμική ιστορία που προηγείται ή βαίνει παράλληλα με τον εισαχθέντα πολιτισμό των επήλυδων Ευρωπαίων.
- Οι Αβορίγινες της Αυστραλίας και η ιστορία τους, Η Καθημερινή, 11 Οκτωβρίου 2001
- ※ Οι Αβορίγινες, οι αυτόχθονες κάτοικοι της Αυστραλίας έχουν μια πολιτισμική ιστορία που προηγείται ή βαίνει παράλληλα με τον εισαχθέντα πολιτισμό των επήλυδων Ευρωπαίων.
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- (παλαιότερη σημασία) οι γηγενείς, οι αυτόχθονες κάτοικοι οποιασδήποτε χώρας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Αβορίγινες
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Αβορίγινες - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βαρύμαγκας' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Εθνωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)