Δαλμάτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Δαλμάτισσα οι Δαλμάτισσες
      γενική της Δαλμάτισσας των Δαλματισσών
    αιτιατική τη Δαλμάτισσα τις Δαλμάτισσες
     κλητική Δαλμάτισσα Δαλμάτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Δαλμάτισσα < Δαλμάτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Δαλμάτισσα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Δαλμάτης