Ελασσονίτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ελασσονίτισσα < Ελασσονίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα < Ελασσόνα < ελληνιστική κοινή Ἐλασσών < αρχαία ελληνική Ὀλοοσσών
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ελασσονίτισσα αρσενικό (αρσενικό Ελασσονίτης)
- θηλυκό του Ελασσονίτης
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Ελασσόνα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ελασσονίτισσα
|