Καραμανία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καραμανία οι Καραμανίες
      γενική της Καραμανίας των Καραμανιών
    αιτιατική την Καραμανία τις Καραμανίες
     κλητική Καραμανία Καραμανίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Καραμανία < πιθανόν από κάποιον Καραμάν Μπέη ή Καραμάνμπεη, που δημιούργησε εκεί μικρό μπεηλίκι• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καραμανία θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

νέα ελληνικά:

μεσαιωνικά ελληνικά

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]