Μονήρη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Mονήρη | ||
γενική | των | Mονήρων | ||
αιτιατική | τα | Mονήρη | ||
κλητική | Mονήρη | |||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μονήρη < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μονήρες στον πληθυντικό, λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική monera, πληθυντικός αριθμός του moneron < αρχαία ελληνική μονήρης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μονήρη ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ταξινομικός όρος - κατά μερικές ταξινομήσεις, βασίλειο έμβιων όντων με πολύ απλή κυτταρική δομή που περιλαμβάνει τα Αρχαία ή Αρχαιοβακτήρια και τα Βακτήρια
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά ιδιόκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)