Μονήρη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Mονήρη
      γενική των Mονήρων
    αιτιατική τα Mονήρη
     κλητική Mονήρη
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μονήρη < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μονήρες στον πληθυντικό, λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική monera, πληθυντικός αριθμός του moneron < αρχαία ελληνική μονήρης

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μονήρη ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]