Χριστοσωτήρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Χριστοσωτήρας
      γενική του Χριστοσωτήρα
    αιτιατική τον Χριστοσωτήρα
     κλητική Χριστοσωτήρα
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Χριστοσωτήρας < Χριστ(ός) + -ο- + Σωτήρας

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Χριστοσωτήρας αρσενικό, μόνο ενικός