άσ' τον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: άστον, Άστον

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άσ' τον! < άσ', άσε με έκθλιψη & αδύνατος τύπος τον της αντωνυμίας αυτός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈas‿ton/

Έκφραση[επεξεργασία]

άσ' τον! (πληθυντικός: άστε τον, αφήστε τον)

  1. (μεταφορικά)
    1. μην τον ενοχλείς
      Άσ' τον ήσυχο! Μην του κάνεις συνεχώς παρατηρήσεις!
      [Διαφορετικά όταν ακολουθεί άρθρο στην αιτιατική]] Άσε τον κόσμο να λέει...
    2. παράτα αυτόν, μην ασχολείσαι μαζί του
      Μην τον ξεσυνερίζεσαι, άσ' τον να λέει...
  2. (κυριολεκτικά) τοποθέτησέ τον κάτω, άφησέ τον κάτω (όπως στο έδαφος, στο πάτωμα)

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

  • άστον

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • → δείτε τον όρο άσε

Πηγές[επεξεργασία]