άσφαλτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άσφαλτα < μεσαιωνική ελληνική ἄσφαλτα
Επίρρημα[επεξεργασία]
άσφαλτα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άσφαλτα
Επίρρημα[επεξεργασία]
άσφαλτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του άσφαλτος