έγκτηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έγκτηση | οι | εγκτήσεις |
γενική | της | έγκτησης* | των | εγκτήσεων |
αιτιατική | την | έγκτηση | τις | εγκτήσεις |
κλητική | έγκτηση | εγκτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εγκτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έγκτηση < αρχαία ελληνική ἔγκτησις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]έγκτηση θηλυκό
- (λόγιο) το να έχει κάποιος έγγεια ιδιοκτησία
- ※ Για να αποτρέψουν μάλιστα οι Ρωμαίοι κάθε ενδεχόμενο συνενώσεως των τεσσάρων «μερίδων», που θα κατέληγε μοιραία στην κραταίωση της μακεδονικής ισχύος, απαγόρευσαν κάθε είδους σχέσεις μεταξύ των κατοίκων των τεσσάρων διαμερισμάτων, όπως την έγκτηση γης και οικίας, και τη σύναψη γάμων έξω από τα όρια των «μερίδων». (Ιστορία του ελληνικού έθνους, τ. Εʹ: Ελληνιστικοί χρόνοι, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1973, σελ. 127)
- (κατ’ επέκταση) η έγγεια ιδιοκτησία (αγρόκτημα ή γαίες)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] έγκτηση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)