έναρθρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
έναρθρα
- (γραμματική) χρησιμοποιώντας το άρθρο
- ↪ Οταν η λέξη αυτός εκφέρεται έναρθρα σημαίνει ταυτότητα, ο ίδιος και ο αυτός, όχι άλλος.
- ≈ συνώνυμα: ενάρθρως, σύναρθρα
- ≠ αντώνυμα: άναρθρα/ανάρθρως
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έναρθρα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
έναρθρα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του έναρθρο