αγγλονορμανδικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κατηγορία:Αγγλονορμανδική γλώσσα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα αγγλονορμανδικά
      γενική των αγγλονορμανδικών
    αιτιατική τα αγγλονορμανδικά
     κλητική αγγλονορμανδικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Wikipedia logo
Wikipedia logo
κωδικός γλώσσας: xno

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγγλονορμανδικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αγγλονορμανδικός στον πληθυντικό, αγγλικά: Anglo-Norman

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγγλονορμανδικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. (γλώσσα) η ρομανική γλώσσα που μιλιόταν στην Αγγλία από τις άρχουσες τάξεις μετά την κατάκτησή της, το 1066, από τον Γουλιέλμο τον Κατακτητή, δούκα της Νορμανδίας
  2. μορφή αυτής της γλώσσας που χρησιμοποιούσε το αγγλικό δίκαιο μέχρι τον 17ο αιώνα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]