αγοροπωλησία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγοροπωλησία < αγοραπωλησία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγοροπωλησία και αγοραπωλησία θηλυκό
- → δείτε τη λέξη αγοραπωλησία