αγωγιάτικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αγωγιάτικα | ||
γενική | των | αγωγιάτικων | ||
αιτιατική | τα | αγωγιάτικα | ||
κλητική | αγωγιάτικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγωγιάτικα < αγωγιάτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγωγιάτικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (νομικός όρος), (εμπορικός όρος): το κόμιστρο, η αμοιβή που λαμβάνει ο αγωγιάτης παρέχοντας το υποζύγιό του για μεταφορές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγωγιάτικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αγωγιάτικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αγωγιάτικος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)