κόμιστρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κόμιστρο τα κόμιστρα
      γενική του κομίστρου
κόμιστρου
των κομίστρων
    αιτιατική το κόμιστρο τα κόμιστρα
     κλητική κόμιστρο κόμιστρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κόμιστρο < αρχαία ελληνική κόμιστρον < κομίζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κόμιστρο ουδέτερο

  • το ποσό που πληρώνει ο επιβάτης για να χρησιμοποιήσει ένα μεταφορικό μέσο, τα μεταφορικά έξοδα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]