αεροναυμαχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αεροναυμαχία θηλυκό
- (αεροπορικός όρος, ναυτικός όρος) ναυμαχία με εμπλοκή πολεμικών αεροσκαφών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αεροναυμαχία