αθεοσύνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αθεοσύνη οι αθεοσύνες
      γενική της αθεοσύνης των αθεοσυνών
    αιτιατική την αθεοσύνη τις αθεοσύνες
     κλητική αθεοσύνη αθεοσύνες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αθεοσύνη < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.θe.oˈsi.ni/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αθεοσύνη θηλυκό, μόνο στον ενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]