ακατάρτιστα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακατάρτιστα < από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου ακατάρτιστος

Επίρρημα[επεξεργασία]

ακατάρτιστα

  1. χωρίς να υπάρχει το αναγκαίο υπόβαθρο ειδικών γνώσεων, με άγνοια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ακατάρτιστα



Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακατάρτιστα < από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου ακόλαστος

Επίρρημα[επεξεργασία]

ακατάρτιστα

  1. λάγνα, με τρόπο που σε κολάζει, με πάθος, χωρίς ηθικους φραγμούς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]