αλλαντοπώλισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλλαντοπώλισσα < αλλαντοπώλης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλλαντοπώλισσα θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του αλλαντοπώλης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλλαντοπώλισσα
|