αλπινίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλπινίστρια < αλπινιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλπινίστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη αλπινιστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλπινίστρια
|