αμάδες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | αμάδες | ||
γενική | των | αμάδων | ||
αιτιατική | τις | αμάδες | ||
κλητική | αμάδες | |||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμάδες < → δείτε τον ενικό, αμάδα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈma.ðes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μά‐δες
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμάδες θηλυκό στον πληθυντικό
- παιδικό παιχνίδι που παίζεται με επίπεδες πέτρες (αμάδα) που ρίχνονται συρτά με σκοπό να πετύχουν και να μετακινήσουν τις άλλες
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- τόκας (η πέτρα που είναι ο στόχος)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αμάδες θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αμάδα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παιχνίδια (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)