αμέριστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμέριστα < αμέριστος + -α < αρχαία ελληνική ἀμέριστος < μέρος
Επίρρημα[επεξεργασία]
αμέριστα
- κατά τρόπο αμέριστο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μέρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμέριστα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αμέριστος