ανθέλικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανθέλικα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνθέλιξ από την αιτιατική σε -ικα
- για τον ναυπηγικό όρο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανθέλικα θηλυκό
- (ανατομία) η δεύτερη πτύχωση στο πτερύγιο του εξωτερικού μέρους του αφτιού
- ※ ἀνθέλιξ, -ικος, το τοξοειδές έπαρμα του εξωτερικού ωτός κάτωθεν της έλικος (Ο oρισμός στο Λεξικό Δημητράκου[1])
- (ναυπηγικός όρος, μηχανολογία) αντίθετη έλικα, η κόντρα έλικα, ή κόντρα προπέλα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- ↪ η ανθέλικα φέρεται ομοαξονικά πρύμνηθεν της έλικας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] (για το αφτί)
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Ναυπηγικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μηχανολογία (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)