αντιστρεπτικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιστρεπτικότητα: λανθασμένος σχηματισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιστρεπτικότητα θηλυκό
- → δείτε τις λέξεις αντιστρεπτότητα και αντιστρεψιμότητα