απάχισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απάχισσα οι απάχισσες
      γενική της απάχισσας των απαχισσών
    αιτιατική την απάχισσα τις απάχισσες
     κλητική απάχισσα απάχισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απάχισσα < απάχης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απάχισσα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]