απαλοσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απαλοσύνη θηλυκό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του απαλότητα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη απαλός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απαλοσύνη
|