αποανθρωποποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποανθρωποποίηση οι αποανθρωποποιήσεις
      γενική της αποανθρωποποίησης* των αποανθρωποποιήσεων
    αιτιατική την αποανθρωποποίηση τις αποανθρωποποιήσεις
     κλητική αποανθρωποποίηση αποανθρωποποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποανθρωποποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποανθρωποποίηση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποανθρωποποίηση θηλυκό

  • η εξάλειψη των συναισθημάτων αγάπης, μίσους, ενθουσιασμού, στοιχείων μη ορθολογικών απρόβλεπτου χαρακτήρα από τις δραστηριότητες του ατόμου
    η αποανθρωποποίηση της γραφειοκρατίας μέσα από την ειδίκευση και τον επαγγελματισμό του ατόμου

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]