αποδεσμεύσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αποδεσμεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποδεσμεύω
- θα αποδεσμεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποδεσμεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αποδεσμεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποδέσμευση