αποδέσμευση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποδέσμευση οι αποδεσμεύσεις
      γενική της αποδέσμευσης* των αποδεσμεύσεων
    αιτιατική την αποδέσμευση τις αποδεσμεύσεις
     κλητική αποδέσμευση αποδεσμεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποδεσμεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποδέσμευση < αποδεσμεύω + -ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποδέσμευση θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αποδεσμεύω
  2. (πληροφορική) η απελευθέρωση μνήμης που προηγουμένως είχε δεσμευθεί για κάποια εργασία
     αντώνυμα: δέσμευση

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]