αποσιδήρωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποσιδήρωση οι αποσιδηρώσεις
      γενική της αποσιδήρωσης* των αποσιδηρώσεων
    αιτιατική την αποσιδήρωση τις αποσιδηρώσεις
     κλητική αποσιδήρωση αποσιδηρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσιδηρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποσιδήρωση < απο- + σιδήρωση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποσιδήρωση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]