αποφαλάκρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποφαλάκρωση | οι | αποφαλακρώσεις |
γενική | της | αποφαλάκρωσης* | των | αποφαλακρώσεων |
αιτιατική | την | αποφαλάκρωση | τις | αποφαλακρώσεις |
κλητική | αποφαλάκρωση | αποφαλακρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποφαλακρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποφαλάκρωση < ἀποφαλάκρωσις < ἀποφαλακρόω/ἀποφαλακρῶ < ἀπό + φαλακρός < φαλός (<φάω) + ἄκρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποφαλάκρωση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) η μετατροπή κάποιου σε φαλακρό
- αποψίλωση
- ≈ συνώνυμα:: απογύμνωση, αποδάσωση, αποδένδρωση, αποψίλωση, εκδάσωση, ερήμωση, (αργκό) τσάπινγκ
- ≠ αντώνυμα:: αναδάσωση, δάσωση, δενδροφύτευση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποφαλάκρωση
|