αρίστευση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρίστευση οι αριστεύσεις
      γενική της αρίστευσης* των αριστεύσεων
    αιτιατική την αρίστευση τις αριστεύσεις
     κλητική αρίστευση αριστεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αριστεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρίστευση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρίστευση θηλυκό

  • το να έρχεται κανείς πρώτος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]