αρμαδούρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρμαδούρα | οι | αρμαδούρες |
γενική | της | αρμαδούρας | — | |
αιτιατική | την | αρμαδούρα | τις | αρμαδούρες |
κλητική | αρμαδούρα | αρμαδούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρμαδούρα < αρματούρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρμαδούρα θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρμαδούρα
|