αρνησιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρνησιά | οι | αρνησιές |
γενική | της | αρνησιάς | των | αρνησιών |
αιτιατική | την | αρνησιά | τις | αρνησιές |
κλητική | αρνησιά | αρνησιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρνησιά < αρνούμαι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αρνησιά θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρνησιά
|