αρνησιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρνησιά οι αρνησιές
      γενική της αρνησιάς των αρνησιών
    αιτιατική την αρνησιά τις αρνησιές
     κλητική αρνησιά αρνησιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρνησιά < αρνούμαι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρνησιά θηλυκό

  1. απάρνηση
  2. λησμονιά
    της Άρνης το νερό της αρνησιάς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]