αρπακτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
αρπακτικά < αρπακτικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
αρπακτικά
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αρπακτικά | ||
γενική | των | αρπακτικών | ||
αιτιατική | τα | αρπακτικά | ||
κλητική | αρπακτικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρπακτικά ουδέτερο, πληθυντικός
- (ορνιθολογία) πουλιά που με την ταχύτητά τους και την οξύτατη όρασή τους κυνηγούν άλλα πουλιά ή ζώα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επίρρημα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αρπακτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αρπακτικό
Κατηγορίες:
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ορνιθολογία (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)