αστράφτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αστράφτω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀστράφτω < αρχαία ελληνική ἀστράπτω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈstɾa.fto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐στρά‐φτω
Ρήμα[επεξεργασία]
αστράφτω, αόρ.: άστραψα (χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αστράφτω | άστραφτα | θα αστράφτω | να αστράφτω | αστράφτοντας | |
β' ενικ. | αστράφτεις | άστραφτες | θα αστράφτεις | να αστράφτεις | άστραφτε | |
γ' ενικ. | αστράφτει | άστραφτε | θα αστράφτει | να αστράφτει | ||
α' πληθ. | αστράφτουμε | αστράφταμε | θα αστράφτουμε | να αστράφτουμε | ||
β' πληθ. | αστράφτετε | αστράφτατε | θα αστράφτετε | να αστράφτετε | αστράφτετε | |
γ' πληθ. | αστράφτουν(ε) | άστραφταν αστράφταν(ε) |
θα αστράφτουν(ε) | να αστράφτουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | άστραψα | θα αστράψω | να αστράψω | αστράψει | ||
β' ενικ. | άστραψες | θα αστράψεις | να αστράψεις | άστραψε | ||
γ' ενικ. | άστραψε | θα αστράψει | να αστράψει | |||
α' πληθ. | αστράψαμε | θα αστράψουμε | να αστράψουμε | |||
β' πληθ. | αστράψατε | θα αστράψετε | να αστράψετε | αστράψτε | ||
γ' πληθ. | άστραψαν αστράψαν(ε) |
θα αστράψουν(ε) | να αστράψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αστράψει | είχα αστράψει | θα έχω αστράψει | να έχω αστράψει | ||
β' ενικ. | έχεις αστράψει | είχες αστράψει | θα έχεις αστράψει | να έχεις αστράψει | ||
γ' ενικ. | έχει αστράψει | είχε αστράψει | θα έχει αστράψει | να έχει αστράψει | ||
α' πληθ. | έχουμε αστράψει | είχαμε αστράψει | θα έχουμε αστράψει | να έχουμε αστράψει | ||
β' πληθ. | έχετε αστράψει | είχατε αστράψει | θα έχετε αστράψει | να έχετε αστράψει | ||
γ' πληθ. | έχουν αστράψει | είχαν αστράψει | θα έχουν αστράψει | να έχουν αστράψει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)