ασυνταξία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασυνταξία < αρχαία ελληνική ἀσυνταξία < ἀσύντακτος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασυνταξία θηλυκό
- παράβαση κανόνων τού συντακτικού, σολοικισμός
- τόσα χρόνια που μαθαίνω αυτήν τη γλώσσα, είναι δύσκολο να βρεθεί ασυνταξία στα κείμενά μου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασυνταξία