ατσαλίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ατσαλίνα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ατσαλίνα θηλυκό
- (ηλεκτρολογία) πεπλατυσμένο μεταλλικό σύρμα που χρησιμοποιείται για να διαπεράσει σωληνώσεις ηλεκτρικών εγκαταστάσεων ώστε να διευκολυνθεί το πέρασμα των καλωδιώσεων
- (ελαιοχρωματισμοί) εύκαμπτη σπάτουλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ατσαλίνα
|