ατσαλίνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ατσαλίνα οι ατσαλίνες
      γενική της ατσαλίνας των ατσαλίνων
    αιτιατική την ατσαλίνα τις ατσαλίνες
     κλητική ατσαλίνα ατσαλίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ατσαλίνα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ατσαλίνα θηλυκό

  1. (ηλεκτρολογία) πεπλατυσμένο μεταλλικό σύρμα που χρησιμοποιείται για να διαπεράσει σωληνώσεις ηλεκτρικών εγκαταστάσεων ώστε να διευκολυνθεί το πέρασμα των καλωδιώσεων
  2. (ελαιοχρωματισμοί) εύκαμπτη σπάτουλα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]