αυτογένεση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτογένεση οι αυτογενέσεις
      γενική της αυτογένεσης* των αυτογενέσεων
    αιτιατική την αυτογένεση τις αυτογενέσεις
     κλητική αυτογένεση αυτογενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτογενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτογένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική autogenesis < αρχαία ελληνική αὐτός + γένεσις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αυτογένεση θηλυκό

  • (βιολογία) η αβιογένεση
    ※  Με τον Σωκράτη αυτή η αποκάλυψη παύει ζητεί να αυτοδημιουργηθή με την αυτογένεση και ν' αποκρούση κάθε είδος παράδοσης (Νέα Εστία, τόμος 32, σελίδα 1074, 1942)
    ※  Έτσι λοιπόν, ο Boehme περιγράφει τη διαδικασία της αιώνιας αυτογένεσης του Θεού (Αλέξης Καρπούζος, ΑΦΥΠΝΙΣΗ ΤΗΣ ΚΟΣΜΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ: (Σοφίες, Μυστικισμοί και Σκέψεις ..., 2017, σελ. 42)
    ※  Μέ τή διαδικασία αυτή ό νέος ποιητής μεταμφιέζει και ικανοποιεί τήν έπιθυμία του τής αύτογένεσης, τής κατάργησης τής πριν άπό αυτόν ποιητικής αυθεντίας. (Η Λέξη, τεύχη 85-90, σελ. 804)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]