αφεντικίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αφεντικίνα θηλυκό
- γυναίκα που είναι το αφεντικό κάποιου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφεντικίνα
|