αφχαριστία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφχαριστία οι αφχαριστίες
      γενική της αφχαριστίας των αφχαριστιών
    αιτιατική την αφχαριστία τις αφχαριστίες
     κλητική αφχαριστία αφχαριστίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αφχαριστία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αφχαριστία΄θηλυκό

  1. αγνωμοσύνη, αχαριστία (επτανησιακή διάλεκτος) (σπανιότερη εναλλακτική γραφή αυχαριστία)
    Γλυκιά η δροσιά που στέρνει για τα σπλάχνα του ανθρώπου το καλοκαίρι, μεγάλα τα έργα του και μεγάλη ή αφχαριστία του άνθρώπου (Διονύσιος Σολωμός, Η Γυναίκα της Ζάκυθος)
    Η σολωμική αφχαριστία (άρθρο για την έννοια της λέξης «αφχαριστία» στο τεύχος 1773 της Νέας Εστίας[1])


Μεταφράσεις[επεξεργασία]