αχίλλεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αχίλλεια οι αχίλλειες
      γενική της αχίλλειας των αχιλλειών
    αιτιατική την αχίλλεια τις αχίλλειες
     κλητική αχίλλεια αχίλλειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αχίλλεια < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) αγγλική achillea < λατινική achilleos < αρχαία ελληνική Ἀχιλλεύς[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈçi.li.a/
τονικό παρώνυμο: Αχιλλεία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αχίλλεια θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. Επειδή υπέθεταν ότι το βότανο και οι θεραπευτικές του ιδιότητες είχαν ανακαλυφθεί από τον Αχιλλέα!