αχυρώνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αχυρώνα | οι | αχυρώνες |
γενική | της | αχυρώνας | των | αχυρώνων |
αιτιατική | την | αχυρώνα | τις | αχυρώνες |
κλητική | αχυρώνα | αχυρώνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αχυρώνα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αχυρώνα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αχυρώνα
→ δείτε τη λέξη αχυρώνας |
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αχυρώνα