αψυχολόγητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αψυχολόγητα < αψυχολόγητος

Επίρρημα[επεξεργασία]

αψυχολόγητα

  • με τρόπο που δεν μαρτυρεί ώριμη, ψύχραιμη σκέψη, που δείχνει να μην είναι αποτέλεσμα περίσκεψης και προβληματισμού για την επίτευξη ενός συγκεκριμένου σκοπού, αλλά που μοιάζει απεναντίας παράλογος, χωρίς να μπορούν να ερμηνευτούν με λογική ή με ψυχολογικούς κανόνες τα κίνητρα και οι στόχοι του ενεργούντος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αψυχολόγητα