βαρκαρόλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαρκαρόλα οι βαρκαρόλες
      γενική της βαρκαρόλας
    αιτιατική τη βαρκαρόλα τις βαρκαρόλες
     κλητική βαρκαρόλα βαρκαρόλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαρκαρόλα < (άμεσο δάνειο) βενετική barcarola (τραγούδι των Βενετσιάνων γονδολιέρηδων) < barca (βάρκα) < λατινικά barca < λατινική baris < αρχαία ελληνική βᾶρις (αντιδάνειο) < αρχαία αιγυπτιακά byra και bary

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βαρκαρόλα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 Θεολόγος Βοσταντζόγλου (²1962), Αντιλεξικόν ή ονομαστικόν της νεοελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση, σελ. 328.