βατσίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βατσίνα | οι | βατσίνες |
γενική | της | βατσίνας | των | βατσινών |
αιτιατική | τη | βατσίνα | τις | βατσίνες |
κλητική | βατσίνα | βατσίνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βατσίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική vaccina
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βατσίνα θηλυκό
- το κυκλικό σημάδι που αφήνει στο χέρι (ή στο πόδι) το εμβόλιο της ευλογιάς
- δεν της αρέσει να φοράει μίνι, γιατί φαίνεται η βατσίνα της
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βατσίνα
|