βιοεκτύπωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βιοεκτύπωση | οι | βιοεκτυπώσεις |
γενική | της | βιοεκτύπωσης* | των | βιοεκτυπώσεων |
αιτιατική | τη | βιοεκτύπωση | τις | βιοεκτυπώσεις |
κλητική | βιοεκτύπωση | βιοεκτυπώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βιοεκτυπώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιοεκτύπωση θηλυκό
- (ιατρική) δημιουργία ανθρώπινων οργάνων (ή εν γένει οργάνων ζωντανών οργανισμών) με μέθοδο τρισδιάστατης εκτύπωσης, τεχνική της βιοτεχνολογίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βιοεκτύπωση
Κατηγορίες:
- Επέκταση (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα βιο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)