βιοϊσοδυναμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιοϊσοδυναμία < βιο- + ισοδυναμία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιοϊσοδυναμία θηλυκό
- (φαρμακευτική): συγκριτική ιδιότητα των φαρμάκων που παρουσιάζουν ίδια βιοδιαθεσιμότητα τόσο σε έκταση όσο και σε ρυθμό.
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- αποτελεί ιδιότητα και αντικείμενο έρευνας της φαρμακοκινητικής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βιοϊσοδυναμία
|